ανάγροικος

ανάγροικος
-η, -ο [αγροικώ]
1. αυτός που δεν αγροικά, δεν υπακούει, ανυπάκουος, απειθής
2. ο μη κοινωνικός, ο δύστροπος
3. αυτός που δεν ακούγεται, αθόρυβος, σιωπηλός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”